- προφορούμαι
- -έομαι, Α [πρόφορος]1. (στην ύφανση με αργαλειό) διάζομαι, δένω τις κλωστές τού στημονιού στις διάστρες («προφορεῑσθαιτὸ ταῑς διαζομέναις τὸν στήμονα παραδιδόναι», Ησύχ.)2. (για την αράχνη) υφαίνω τον ιστό μου3. (για σκύλο) τρέχω εδώ κι εκεί.
Dictionary of Greek. 2013.